- πανεπίπεδο
- το(γεωμορφ.) πεδιάδα με ομαλό ανάγλυφο και χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, η οποία θεωρητικά είναι αποτέλεσμα τής ποτάμιας διάβρωσης, που τείνει να χαμηλώσει το επίπεδο τής χέρσου μέχρι το επίπεδο τής θάλασσας και τελικά δημιουργεί τόσο μικρές κλίσεις στο ανάγλυφο ώστε η δράση της αυτοαναστέλλεται.
Dictionary of Greek. 2013.